-
1 επισφαλεί
ἐπισφαλήςprone to fall: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπισφαλήςprone to fall: masc /fem /neut dat sg -
2 ἐπισφαλεῖ
ἐπισφαλήςprone to fall: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπισφαλήςprone to fall: masc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
ἐπισφαλεῖ — ἐπισφαλής prone to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπισφαλής prone to fall masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… … Dictionary of Greek