Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπισφάττω

См. также в других словарях:

  • επισφάττω — ἐπισφάττω (Α) μτνν. τ. τού επισφάζω* …   Dictionary of Greek

  • επισφάζω — ἐπισφάζω και ἐπισφάττω (Α) [σφάζω] 1. σφάζω πάνω σε βωμό ή τάφο («καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἁβραδάτα») 2. σφάζω επί πλέον ή μετά από κάποιον («τρίτον θῡμ’ ὡς ἐπισφάξων δυοῑν») 3. αποτελειώνω τον φόνο 4. φέρνω σε δύσκολη θέση …   Dictionary of Greek

  • προσεπισφάττω — και προσεπισφάζω Α [ἐπισφάττω / ἐπισφάζω] σφάζω και κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»