-
1 επισυνθηκη
-
2 ἐπισυνθήκη
ἐπισυν-θήκη, ἡ,A additional article to a treaty, Schwyzer631.4 (Milet. (decree of Methymna), ii B. C.): pl., Plb.3.27.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισυνθήκη
-
3 ἐπισυνθήκη
ἐπι-συν-θήκη, ἡ, Zusatz zu einem Bündnis, zweiter Vertrag -
4 επισυνθήκας
ἐπισυνθήκᾱς, ἐπισυνθήκηadditional article to a treaty: fem acc plἐπισυνθήκᾱς, ἐπισυνθήκηadditional article to a treaty: fem gen sg (doric aeolic) -
5 ἐπισυνθήκας
ἐπισυνθήκᾱς, ἐπισυνθήκηadditional article to a treaty: fem acc plἐπισυνθήκᾱς, ἐπισυνθήκηadditional article to a treaty: fem gen sg (doric aeolic) -
6 ἐπισυντίθημι
A add successively, Archim.Sph.Cyl.1.2, Vett.Val.31.25, al., S.E.P.2.207, Nicom.Ar.1.16:—[voice] Pass., Dam.Pr.87.II ἐ. τὰ χείλη close the edges of a wound, Orib.46.25.6.III [voice] Med., ἐπισυντέθειμαι I have made an ἐπισυνθήκη, Oikonomos .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισυντίθημι
См. также в других словарях:
επισυνθήκη — ἐπισυνθήκη, ἡ (Α) προσθήκη άρθρου σε προηγούμενη συμφωνία … Dictionary of Greek
ἐπισυνθήκας — ἐπισυνθήκᾱς , ἐπισυνθήκη additional article to a treaty fem acc pl ἐπισυνθήκᾱς , ἐπισυνθήκη additional article to a treaty fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek