Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπισυνθήκη

См. также в других словарях:

  • επισυνθήκη — ἐπισυνθήκη, ἡ (Α) προσθήκη άρθρου σε προηγούμενη συμφωνία …   Dictionary of Greek

  • ἐπισυνθήκας — ἐπισυνθήκᾱς , ἐπισυνθήκη additional article to a treaty fem acc pl ἐπισυνθήκᾱς , ἐπισυνθήκη additional article to a treaty fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»