-
1 ἐπισυμφέρω
A contribute, Theol.Ar.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισυμφέρω
-
2 ἐπισυνάγω
A collect and bring to a place, Plb.1.75.2 ([voice] Pass.), 5.97.3, Wilcken Chr.11A5 (ii B.C.) ; gather together, LXX Ge.6.16, al., Ev.Matt.23.37, etc.:—[voice] Pass., OGI90.23 (Rosetta, ii B. C.), Placit. 3.4.1, Ph.1.338 ;οἱ -συνηγμένοι ἐν Ξόει Βοιωτοί Supp.Epigr.2.871
(Egypt, ii B. C.) ; to be combined,τὰ ἐκ τῶν πληθυντικῶν εἰς τὰ ἑνικὰ -όμενα Longin.24.1
; ἐπισυναχθέντες τόκοι accumulated interest, PGrenf.2.72.8 (iii/iv A. D.), cf. PFlor.1.46.14 (ii A. D.) ; counted up,Ptol.
Tetr.43.2 Astrol., = ἐπισυμφέρω, Vett.Val.288.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισυνάγω
См. также в других словарях:
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek