-
1 επιστόμισμα
-
2 ἐπιστόμισμα
-
3 ἐπιστόμισμα
A curb, restraint, J.AJ19.3.3, 18.9.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστόμισμα
См. также в других словарях:
ἐπιστόμισμα — curb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστόμισμα — το (Α ἐπιστόμισμα) [επιστομίζω] νεοελλ. τοποθέτηση τού αγγείου με το στόμα προς τα κάτω, αναποδογύρισμα αρχ. 1. φίμωτρο 2. εμπόδιο … Dictionary of Greek