-
1 επιστρωννυμι
(= ἐπιστορέννυμι См. επιστορεννυμι) расстилать, раскидыватьἐ. τῇ γῇ νιφετόν Luc. — устлать землю снегом
См. также в других словарях:
επιστρώννυμι — και επιστρωννύω βλ. επιστρώνω … Dictionary of Greek
επιστρώνω — (Μ ἐπιστρώνω Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω] 1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια 2. σαμαρώνω … Dictionary of Greek
ԹԱՒԱԼԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0800 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 14c կ. եւ ձ. κυλέομαι volvor, volutor ἑπιστρωννύμι insternor, substernor Տապալիլ. հոլովիլ. գլորիլ. շրջշրջիլ. ոլորտանալ. եւ Թարթափիլ. տարածիլ. եւ Հակիլ. միտել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)