Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπιστρεφῶς

См. также в других словарях:

  • ἐπιστρεφῶς — ἐπιστρεφής turning one s eyes adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστρεφής — ἐπιστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.) 2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή») 3. ευλύγιστος 4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»