-
1 ἐπι-στρεφής
ἐπι-στρεφής, ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; ῥήτωρ Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ ϑεός Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ δίαιτα Hdn. 5, 2; καὶ κόσμιος ἀρχή 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – φωνή, modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ ϑρασέως καϑήπτετο D. Hal. 7, 34.
-
2 ἐπί-στροφος
ἐπί-στροφος, 1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter, Aesch. Ag. 386, od. der damit verkehrt. Also – 2) verkehrend, Umgang habend, ἀνϑρώπων, mit den Menschen verkehrend, Od. 1, 177, wo Schol. erkl. ἐπιστροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἐποιεῖτο ἀνϑρώπων od. οὗ λόγον ἅπαντες ἐποιοῦντο; ἐπίστροφος ὁδαίων 8, 163, der sich mit Waaren abgiebt, wo Wolf ἐπίσκοπος aufgenommen hat. Auch – 3) wie ἐπιστρεφής, sich umwendend, gekrümmt, κέλευϑος Ap. Rh. 2, 979; ὅρμος D. Per. 75. – Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam, Ephipp. bei Ath. IX, 370 d.
-
3 ῥητορικός
ῥητορικός, den Redner, Sprecher betreffend, rednerisch; ὁ ῥητορικός, der Redner, bes. Volksredner, wie Isocr. 3, 8 sagt ῥητορικοὺς λέγομεν τοὺς ἐν τῷ πλήϑει λέγειν δυναμένους; vgl. Plat. Phaedr. 260 c, öfter; Ggstz ἀδύνατος λέγειν, Arist. rhet. 2, 2; – ἡ ῥητορική, sc. τέχνη, die Redekunst, Plat. Gorg. 449 d Phaedr. 261 a u. sonst, auch τὸ ῥητορικόν, Phaedr. 266 c. – Adv. ῥητορικῶς, rednerisch; μάλα ἐπιστρεφῶς καὶ ῥητ., Aesch. 1, 71; ῥητορικῶς γάρ με ἐπιχειρεῖς ἐλέγχειν, Plat. Gorg. 471 e.
-
4 ἐπιστρεφής
ἐπι-στρεφής, ές, seine Aufmerksamkeit auf etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; angespannt, streng; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie; φωνή, moduliert (von der Nachtigall). Adv. ἐπιστρεφῶς, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit -
5 ἐπίστροφος
ἐπί-στροφος, (1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter od. der damit verkehrt. (2) verkehrend, Umgang habend, ἀνϑρώπων, mit den Menschen verkehrend; ἐπίστροφος ὁδαίων, der sich mit Waren abgibt. (3) wie ἐπιστρεφής, sich umwendend, gekrümmt. Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam
См. также в других словарях:
ἐπιστρεφῶς — ἐπιστρεφής turning one s eyes adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστρεφής — ἐπιστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.) 2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή») 3. ευλύγιστος 4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος 5.… … Dictionary of Greek