-
1 επιστρεπτικού
-
2 ἐπιστρεπτικοῦ
См. также в других словарях:
ἐπιστρεπτικοῦ — ἐπιστρεπτικός reflexive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιστρεπτικού
2 ἐπιστρεπτικοῦ
ἐπιστρεπτικοῦ — ἐπιστρεπτικός reflexive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)