-
1 επιστρατεύσεις
ἐπιστράτευσιςfem nom /voc pl (attic epic)ἐπιστράτευσιςfem nom /acc pl (attic)ἐπιστρατεύωmarch: aor subj act 2nd sg (epic)ἐπιστρατεύωmarch: fut ind act 2nd sgἐπιστρατεύωmarch: aor subj act 2nd sg (epic)ἐπιστρατεύωmarch: fut ind act 2nd sg -
2 ἐπιστρατεύσεις
ἐπιστράτευσιςfem nom /voc pl (attic epic)ἐπιστράτευσιςfem nom /acc pl (attic)ἐπιστρατεύωmarch: aor subj act 2nd sg (epic)ἐπιστρατεύωmarch: fut ind act 2nd sgἐπιστρατεύωmarch: aor subj act 2nd sg (epic)ἐπιστρατεύωmarch: fut ind act 2nd sg
См. также в других словарях:
ἐπιστρατεύσεις — ἐπιστράτευσις fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιστράτευσις fem nom/acc pl (attic) ἐπιστρατεύω march aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιστρατεύω march fut ind act 2nd sg ἐπιστρατεύω march aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιστρατεύω march fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek