-
1 ἐπιστολαγράφος
A royal secretary, BCH32.431 (Delos, Ptolemaic period), Plb.30.25.16 cod., OGI259 (v. BCHl.c); cf. ἐπιστολογράφος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστολαγράφος
-
2 ἐπιστολόγραφος
ἐπιστολόγρᾰφ-ος, ὁ,A letter-writer, secretary, OGI139.14 (Ptol.), 194.24 (i B.C.), PTeb.112.87 (ii B.C.), UPZ108.34 (i B.C.), PPar.70; cf. ἐπιστολαγράφος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστολόγραφος
См. также в других словарях:
επιστολαγράφος — ἐπιστολαγράφος, ο (Α) βασιλικός γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + γράφος (< γράφω)] … Dictionary of Greek