-
1 επιστιβάζεσθαι
-
2 ἐπιστιβάζεσθαι
См. также в других словарях:
ἐπιστιβάζεσθαι — ἐπί στιβάζω tread upon pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιστιβάζεσθαι
2 ἐπιστιβάζεσθαι
ἐπιστιβάζεσθαι — ἐπί στιβάζω tread upon pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)