-
1 επισταμένα
ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημιset: pres part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημιset: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημιset: aor part mid fem nom /voc /acc dualἐπισταμένᾱ, ἐφίστημιset: aor part mid fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐπισταμένᾱ, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem nom /voc /acc dualἐπισταμένᾱ, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱ, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱ, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἐπισταμένα
ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημιset: pres part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημιset: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημιset: aor part mid fem nom /voc /acc dualἐπισταμένᾱ, ἐφίστημιset: aor part mid fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐπισταμένᾱ, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem nom /voc /acc dualἐπισταμένᾱ, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱ, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱ, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 επιστάμενα
ἐφίστημιset: pres part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)ἐφίστημιset: aor part mid neut nom /voc /acc plἐπίσταμαιknow: pres part mp neut nom /voc /acc plἐπιστά̱μενα, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
4 ἐπιστάμενα
ἐφίστημιset: pres part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)ἐφίστημιset: aor part mid neut nom /voc /acc plἐπίσταμαιknow: pres part mp neut nom /voc /acc plἐπιστά̱μενα, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
5 επισταμένας
ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημιset: pres part mp fem acc pl (ionic)ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημιset: pres part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημιset: aor part mid fem acc plἐπισταμένᾱς, ἐφίστημιset: aor part mid fem gen sg (doric aeolic)ἐπισταμένᾱς, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem acc plἐπισταμένᾱς, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱς, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem acc pl (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱς, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem gen sg (doric aeolic) -
6 ἐπισταμένας
ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημιset: pres part mp fem acc pl (ionic)ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημιset: pres part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημιset: aor part mid fem acc plἐπισταμένᾱς, ἐφίστημιset: aor part mid fem gen sg (doric aeolic)ἐπισταμένᾱς, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem acc plἐπισταμένᾱς, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱς, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem acc pl (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱς, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem gen sg (doric aeolic) -
7 επισταμέναν
ἐπισταμένᾱν, ἐφίστημιset: pres part mp fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)ἐπισταμένᾱν, ἐφίστημιset: aor part mid fem acc sg (doric aeolic)ἐπισταμένᾱν, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem acc sg (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱν, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem acc sg (doric aeolic) -
8 ἐπισταμέναν
ἐπισταμένᾱν, ἐφίστημιset: pres part mp fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)ἐπισταμένᾱν, ἐφίστημιset: aor part mid fem acc sg (doric aeolic)ἐπισταμένᾱν, ἐπίσταμαιknow: pres part mp fem acc sg (doric aeolic)ἐπιστᾱμένᾱν, ἐπιστάζωlet fall in drops upon: fut part mid fem acc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐπισταμένα — ἐπισταμένᾱ , ἐφίστημι set pres part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐπισταμένᾱ , ἐφίστημι set pres part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπισταμένᾱ , ἐφίστημι set aor part mid fem nom/voc/acc dual ἐπισταμένᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάμενα — ἐφίστημι set pres part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐφίστημι set aor part mid neut nom/voc/acc pl ἐπίσταμαι know pres part mp neut nom/voc/acc pl ἐπιστά̱μενα , ἐπιστάζω let fall in drops upon fut part mid neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταμένας — ἐπισταμένᾱς , ἐφίστημι set pres part mp fem acc pl (ionic) ἐπισταμένᾱς , ἐφίστημι set pres part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπισταμένᾱς , ἐφίστημι set aor part mid fem acc pl ἐπισταμένᾱς , ἐφίστημι set aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταμέναν — ἐπισταμένᾱν , ἐφίστημι set pres part mp fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπισταμένᾱν , ἐφίστημι set aor part mid fem acc sg (doric aeolic) ἐπισταμένᾱν , ἐπίσταμαι know pres part mp fem acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
διαπυρισμός — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει την παραμόρφωση των ιζηματογενών στρωμάτων του φλοιού της Γης υπό την επίδραση αλατοφόρων μαζών, περισσότερο ή λιγότερο πλαστικών, οι οποίες ωθούνται ανοδικά από ισχυρές κατακόρυφες… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και κριτικός. Έζησε στη Ρώμη, σε έναν φιλολογικό κύκλο που υποστήριζε τον αττικισμό, δηλαδή την καθαρολογία και την τυπική σοβαρότητα του ύφους. Υπήρξε ηθικολόγος στην αξιολόγηση του… … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
Μελιές, Ζορζ — (George Melies, Παρίσι 1861 – 1938). Γάλλος σκηνοθέτης, παραγωγός και ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι και στο Λονδίνο και ήταν ικανότατος ζωγράφος. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία ενθουσιάστηκε με την… … Dictionary of Greek
μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση — Αρχαία φιλοσοφικό θρησκευτική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία η ψυχή κατά τον θάνατο του σώματος μεταβαίνει σε έναν άλλο ζωντανό οργανισμό. Η μ. εισήχθη πιθανότατα από την Ανατολή στον κλασικό κόσμο, όπου όμως δεν εντάχθηκε στα θρησκευτικά… … Dictionary of Greek