Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπισταμένα

  • 1 επισταμένα

    ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)
    ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
    ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem nom /voc /acc dual
    ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ἐπισταμένᾱ, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem nom /voc /acc dual
    ἐπισταμένᾱ, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱ, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱ, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > επισταμένα

  • 2 ἐπισταμένα

    ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)
    ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
    ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem nom /voc /acc dual
    ἐπισταμένᾱ, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ἐπισταμένᾱ, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem nom /voc /acc dual
    ἐπισταμένᾱ, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱ, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱ, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐπισταμένα

  • 3 επιστάμενα

    ἐφίστημι
    set: pres part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)
    ἐφίστημι
    set: aor part mid neut nom /voc /acc pl
    ἐπίσταμαι
    know: pres part mp neut nom /voc /acc pl
    ἐπιστά̱μενα, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > επιστάμενα

  • 4 ἐπιστάμενα

    ἐφίστημι
    set: pres part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)
    ἐφίστημι
    set: aor part mid neut nom /voc /acc pl
    ἐπίσταμαι
    know: pres part mp neut nom /voc /acc pl
    ἐπιστά̱μενα, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐπιστάμενα

  • 5 επισταμένας

    ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem acc pl (ionic)
    ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
    ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem acc pl
    ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem gen sg (doric aeolic)
    ἐπισταμένᾱς, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem acc pl
    ἐπισταμένᾱς, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱς, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem acc pl (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱς, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > επισταμένας

  • 6 ἐπισταμένας

    ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem acc pl (ionic)
    ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
    ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem acc pl
    ἐπισταμένᾱς, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem gen sg (doric aeolic)
    ἐπισταμένᾱς, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem acc pl
    ἐπισταμένᾱς, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱς, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem acc pl (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱς, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐπισταμένας

  • 7 επισταμέναν

    ἐπισταμένᾱν, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
    ἐπισταμένᾱν, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem acc sg (doric aeolic)
    ἐπισταμένᾱν, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem acc sg (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱν, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem acc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > επισταμέναν

  • 8 ἐπισταμέναν

    ἐπισταμένᾱν, ἐφίστημι
    set: pres part mp fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
    ἐπισταμένᾱν, ἐφίστημι
    set: aor part mid fem acc sg (doric aeolic)
    ἐπισταμένᾱν, ἐπίσταμαι
    know: pres part mp fem acc sg (doric aeolic)
    ἐπιστᾱμένᾱν, ἐπιστάζω
    let fall in drops upon: fut part mid fem acc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐπισταμέναν

См. также в других словарях:

  • ἐπισταμένα — ἐπισταμένᾱ , ἐφίστημι set pres part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐπισταμένᾱ , ἐφίστημι set pres part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπισταμένᾱ , ἐφίστημι set aor part mid fem nom/voc/acc dual ἐπισταμένᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάμενα — ἐφίστημι set pres part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐφίστημι set aor part mid neut nom/voc/acc pl ἐπίσταμαι know pres part mp neut nom/voc/acc pl ἐπιστά̱μενα , ἐπιστάζω let fall in drops upon fut part mid neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταμένας — ἐπισταμένᾱς , ἐφίστημι set pres part mp fem acc pl (ionic) ἐπισταμένᾱς , ἐφίστημι set pres part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπισταμένᾱς , ἐφίστημι set aor part mid fem acc pl ἐπισταμένᾱς , ἐφίστημι set aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταμέναν — ἐπισταμένᾱν , ἐφίστημι set pres part mp fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπισταμένᾱν , ἐφίστημι set aor part mid fem acc sg (doric aeolic) ἐπισταμένᾱν , ἐπίσταμαι know pres part mp fem acc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • διαπυρισμός — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει την παραμόρφωση των ιζηματογενών στρωμάτων του φλοιού της Γης υπό την επίδραση αλατοφόρων μαζών, περισσότερο ή λιγότερο πλαστικών, οι οποίες ωθούνται ανοδικά από ισχυρές κατακόρυφες… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και κριτικός. Έζησε στη Ρώμη, σε έναν φιλολογικό κύκλο που υποστήριζε τον αττικισμό, δηλαδή την καθαρολογία και την τυπική σοβαρότητα του ύφους. Υπήρξε ηθικολόγος στην αξιολόγηση του… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • Μελιές, Ζορζ — (George Melies, Παρίσι 1861 – 1938). Γάλλος σκηνοθέτης, παραγωγός και ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι και στο Λονδίνο και ήταν ικανότατος ζωγράφος. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία ενθουσιάστηκε με την… …   Dictionary of Greek

  • μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση — Αρχαία φιλοσοφικό θρησκευτική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία η ψυχή κατά τον θάνατο του σώματος μεταβαίνει σε έναν άλλο ζωντανό οργανισμό. Η μ. εισήχθη πιθανότατα από την Ανατολή στον κλασικό κόσμο, όπου όμως δεν εντάχθηκε στα θρησκευτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»