-
1 επισταθμευόμεναι
ἐπισταθμεύωto be billeted: pres part mp fem nom /voc plἐπισταθμεύωto be billeted: pres part mp fem nom /voc pl -
2 ἐπισταθμευόμεναι
ἐπισταθμεύωto be billeted: pres part mp fem nom /voc plἐπισταθμεύωto be billeted: pres part mp fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
ἐπισταθμευόμεναι — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp fem nom/voc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι … Dictionary of Greek