Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπιστήμ-ων

См. также в других словарях:

  • -ίδες — κατάλ. επιστημ. όρων που προέρχεται από την ήδη αρχ. πατρωνυμική κατάλ. ίδης*. Η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπ. γλώσσες, ως ταξινομικό στοιχείο, με τη μορφή idae και συχνά επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Εμφανίζεται α) σε όρους… …   Dictionary of Greek

  • αιμαγγειεκτασία — η Ιατρ. διεύρυνση αιμοφόρων αγγείων, ιδίως στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemangiectasis, νεολατιν. επιστημ. όρος, ελληνογενής < hem (< αίμα) + angi (< αγγείο) + ectasis < έκτασις ( η)]· …   Dictionary of Greek

  • ζωόφυτο — και ζώφυτο, το (AM ζῳόφυτον και ζῴφυτον) ζώο μαζί και φυτό νεοελλ. (βιολ. ζωολ.) όρος που περιγράφει οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ασπόνδυλα ζώα που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αυξήσεώς τους αρχ. το φυτό αείζωον το …   Dictionary of Greek

  • κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… …   Dictionary of Greek

  • λίθιο(ν) — το (Α λίθιον) νεοελλ. χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο Li και με ατομικό αριθμό 3, που είναι το πρώτο μέλος τής ομάδας Ιa τού περιοδικού συστήματος, δηλαδή τών μετάλλων τών αλκαλίων αρχ. πετραδάκι, λιθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος. Η λ. ως επιστημ.… …   Dictionary of Greek

  • μαλβώδη — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, με 9 οικογένειες και 3.000 περίπου είδη, που απαντούν σε ολόκληρη τη Γη, εκτός τής Αρκτικής, αλλ. μαλαχώδη ή στυλοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. malvales < νεολατ.… …   Dictionary of Greek

  • παλιάτσος — I Ο γελωτοποιός των ιπποδρομιών (τσίρκων). Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη pagliaccio. Μεταφορικά, Π. ονομάζεται και ο αδέξιος στους τρόπους ή γελοίος. Ο π. ανήκει στη χορεία των κωμικών του παλαιού λαϊκού θεάτρου της Νάπολης της Ιταλίας,… …   Dictionary of Greek

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

  • πολυφάγος — ο / πολυφάγος, ον, ΝΑ, και πολύφαγος, η, ο, Ν, ιων. τ. πολυφάγος, ον, Α αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει, αδηφάγος, πολυφαγάς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πολύφαγος (μυκητ.) γένος μαστιγομυκήτων που ανήκει στην τάξη χυτριδιώδη και… …   Dictionary of Greek

  • ρυγχοπίθηκος — (nasalis). Γένος στενόρρινων πιθήκων στο οποίο ανήκα μόνο το είδος ρ. o μορμωτός. Το χρώμα του πιθήκου αυτού είναι καστανοκόκκινο ή κιτρινοκόκκινο. Έχει μήκος 70 εκ. και η μύτη του έχει σχήμα προβοσκίδας. Ζει ομαδικά μέσα στα δάση του Βόρνεο,… …   Dictionary of Greek

  • σαξιφραγίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σαξιφραγώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. νεολατ. saxifragaceae. Βλ. και λ. σαξιφράγα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»