-
1 επισπασμού
-
2 ἐπισπασμοῦ
-
3 παρεκλύω
2 [voice] Pass., to be cut off from, unreceptive of,πρὸς ἅπαντα δι' ὧν ἄμεινον βιώσονται Phld.Herc.1251.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεκλύω
См. также в других словарях:
ἐπισπασμοῦ — ἐπισπασμός rapid respiration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκλύω — Α 1. ανακουφίζω από κάτι («παρεκλύειν τοῡ ἐπισπασμοῡ», Σωρ.) 2. παθ. παρεκλύομαι απορρίπτομαι ως απαράδεκτος, αποκλείομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκλύω «απελευθερώνω, απολυτρώνω»] … Dictionary of Greek