-
1 ἐπισμυγερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισμυγερός
-
2 ἐπισμύγερος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπισμύγερος
-
3 επισμυγερώς
-
4 ἐπισμυγερῶς
-
5 επισμυγερή
-
6 ἐπισμυγερή
См. также в других словарях:
επισμυγερός — ἐπισμυγερός, ά, όν (Α) οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ. β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»] … Dictionary of Greek
ἐπισμυγερή — ἐπισμυγερός gloomy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισμυγερῶς — ἐπισμυγερός gloomy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)