-
1 επισκωπτης
См. также в других словарях:
επισκώπτης — ἐπισκώπτης, ὁ (Α) [επισκώπτω] αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει … Dictionary of Greek
1 επισκωπτης
επισκώπτης — ἐπισκώπτης, ὁ (Α) [επισκώπτω] αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει … Dictionary of Greek