См. также в других словарях:
επισκύνιον — ἐπισκύνιον, τό (AM) το δέρμα τού μετώπου πάνω από τα φρύδια αρχ. 1. υπερηφάνεια, αλαζονεία 2. σεμνότητα, σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *επι σκύνιος, όπου το θέμα σκυν συνδέεται με αρχ. ινδ. sku nā ti «καλύπτει». Το απλό σκυνια «φρύδια» είναι σπάνιος… … Dictionary of Greek
ἐπισκύνιον — skin of the brows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκυνίοιο — ἐπισκύνιον skin of the brows neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκυνίοις — ἐπισκύνιον skin of the brows neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκυνίοισι — ἐπισκύνιον skin of the brows neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκυνίοισιν — ἐπισκύνιον skin of the brows neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκυνίου — ἐπισκύνιον skin of the brows neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκυνίων — ἐπισκύνιον skin of the brows neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκυνίῳ — ἐπισκύνιον skin of the brows neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκύνια — ἐπισκύνιον skin of the brows neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek