-
1 ἐπισκότισις
A = ἐπισκότησις, Procl.Par.Ptol. 112, 119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκότισις
-
2 ἐπισκοτάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκοτάζω
-
3 ἐπισκοτέω
A throw a shadow over,οἰκίαν ᾠκοδόμησεντος αύτην ὥστε πᾶσιν ἐπισκοτεῖν τοῖς ἐν τῷ τόπῳ D.21.158
; ἐ. τινὶ τῆς θέας to be in the way of his seeing, Pl.Euthd. 274c, cf. Plu.2.538e; τῷ βωμῷ Judeich Alterlümervon Hierapolis 339: abs., Plb.24.4, Polyaen.8.23.2; form a roof, Hero Aut.28.2.2. metaph., throw darkness or obscurity over,τῇ κρίσει Sor.Vit.Hippocr.13
, Arist. Rh. 1354b11;ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις Isoc.1.6
; τὸ πρὸς χάριν ῥηθὲν ἐ.τῷ καθορᾶν Id.8.10
, cf. D.2.20;οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Eub.135
= Ophelio 4;ἐ. γὰρ τῷ φρονεῖν τὸ λαμβάνειν Antiph.250
; τὸ δ' ἐρᾶν ἐ.ἅπασιν, ὡς ἔοικε Men.48
;ἡ ὀργὴ ἐ. τοῖς λογισμοῖς Phld.Ir.p.78
W.:— [voice] Pass., to be in the dark or in uncertainty,ἐπισκοτεόμενος τῇ ἀπειρίῃ Hp. Praec.8
;ἐπισκοτεῖσθαι καὶ κωλύεσθαι Plb.2.39.12
; to be obscured, ὑπό τινος Id.12.25d.7; to be blinded,τὰς ὄψεις ὑπὸ θεοῦ J.AJ9.4.3
, cf.Ph. 2.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκοτέω
-
4 ἐπισκότησις
A darkening, obscurity, of the sun or moon in eclipse, Plu.Per.35, Nic.23, Ptol.Tetr.76, etc.: metaph., οὗ λέγουσιν εἰς- ησιν Plot.2.9.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκότησις
-
5 ἐπισκοτίζω
A = ἐπισκοτέω, Plb.13.5.6 ([voice] Pass.), Lib.Decl. 48.38; to be overshadowed, Ps.-Democr.Symp.Ant.p.3 G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκοτίζω
-
6 ἐπίσκοτος
ἐπίσκοτ-ος, ον,A in the dark, darkened, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα, of the sun, prob. in Pi.Pae.9.5, dub.l.in Plu.Aem.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσκοτος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский