-
1 επισκοπάς
-
2 ἐπισκοπάς
См. также в других словарях:
ἐπισκοπάς — ἐπισκοπά̱ς , ἐπισκοπή watching over fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επισκοπάς
2 ἐπισκοπάς
ἐπισκοπάς — ἐπισκοπά̱ς , ἐπισκοπή watching over fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)