-
1 ἐπισκευάζομαι
ἐπισκευάζομαι (s. σκεῦος) 1 aor. ἐπεσκευασάμην; pass. inf. ἐπισκευασθήναι 1 Km 3:3 (as a rule—Aristoph., Thu. et al.; ins, pap, LXX—act. In our lit. only mid. as Jos., Bell. 1, 297) to prepare for some activity or objective, get ready (Thu. 7, 36, 2) Ac 21:15.—DELG s.v. σκεῦος. M-M s.v. ἐπισκευάζω.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπισκευάζομαι
См. также в других словарях:
επισκευάζομαι — επισκευάζομαι, επισκευάστηκα, επισκευασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επισκευάζω — (AM ἐπισκευάζω) [σκευή] επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον») 2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.) 3. (για ζώα) σαμαρώνω… … Dictionary of Greek