-
1 ἐπισκέπτομαι
ἐπι-σκέπτομαι, ansehen; überschauen, betrachten, untersuchen; περὶ ἀρετῆς, darüber nachdenken, Untersuchungen anstellen; τοὺς φίλους ἀσϑενοῠντας, besuchen; vom Arzt -
2 ἐπι-σκοπέω
ἐπι-σκοπέω, bei den bessern Att. nur im pr. u. impf. (vgl. ἐπισκέπτομαι), darauf sehen, betrachten, beobachten, τὸν ὑψόϑεν σκοπὸν ἐπισκόπει Aesch. Suppl. 376, vgl. Ch. 59; überschauen, wie der Feldherr, Eum. 286; besuchen, εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην Ag. 13; Θηβαΐας ἐπισκοποῦντ' ἀγυιάς, von Bacchus, dem Schutzgott Thebens, Soph. Ant. 1123; vgl. Eur. I. T. 1414 Ar. Equ. 1173; δράκων ῥέεϑρα δεργμάτων κόραισι ἐπισκοπῶν Eur. Phoen. 661; χοροῦ κατάστασιν Ar. Th. 957; in Prosa, πρός τι, Plat. Legg. XI, 924 d; ἐμὲ φερόμενον Crat. 414 b; τῆς διαβολῆς τὴν αἰτίαν Rep. VI, 490 d; εἰ ἔστιν ἐπισκοπῶμεν Charm. 168 a; πῶς ἔχει Gorg. 451 c; τίς εἴη Xen. Mem. 3, 2, 4; περί τινος, 3, 5, 1; ἐπεσκοποῦμεν εἴ τι ἐξαιροῦνται Dem. 35, 29; mustern, τὰς τάξεις Xen. An. 2, 3, 1; dem ἐφορᾶν entsprechend, Oec. 4, 6; Kranke besuchen, Cyr. 8, 2, 25. – Auch im med., εἰς τὸ ἀληϑὲς ἐπισκοπούμενος Plat. Phil. 61 e; ϑαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς Lys. 207 a; Xen. Oec. 10, 10. – Bei Sp. Bischof sein.
См. также в других словарях:
επισκέπτομαι — επισκέπτομαι, επισκέφτηκα (σπάν. επισκέφθηκα) βλ. πίν. 12 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπισκέπτομαι — pass in review pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκέπτομαι — (AM ἐπισκέπτομαι) [σκέπτομαι] 1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τόν δω, να τόν χαιρετήσω, να τού ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ) 2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τόν εξετάσω 3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώ νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επισκέπτομαι — επισκέφτηκα, μτβ. 1. έρχομαι σε κάποιο μέρος για να παρατηρήσω, να εξετάσω ή να θαυμάσω κάτι: Επισκεφτήκαμε πολλά μουσεία. 2. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τον ιδώ (να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ, να τον συλλυπηθώ κτλ.), του κάνω επίσκεψη. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισκέπτεσθε — ἐπισκέπτομαι pass in review pres imperat mp 2nd pl ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 2nd pl ἐπισκέπτομαι pass in review imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσκεμμένον — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp masc acc sg ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσκεμμένων — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp fem gen pl ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσκέμμεθα — ἐπισκέπτομαι pass in review plup ind mp 1st pl ἐπισκέπτομαι pass in review perf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκεπτομένων — ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp fem gen pl ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκεπτόμεθα — ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 1st pl ἐπισκέπτομαι pass in review imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκεπτόμενον — ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp masc acc sg ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)