-
1 ἐπισαλπίζω
II. ἐ. τοῖς κέρασιν blow the horns, ib.7.14.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισαλπίζω
-
2 ἐπισαλπίζω
-
3 επισαλπίζειν
-
4 ἐπισαλπίζειν
-
5 επισαλπίζοντας
-
6 ἐπισαλπίζοντας
См. также в других словарях:
επισαλπίζω — ἐπισαλπίζω (Α) 1. συνοδεύω με σάλπισμα («οἱ ἱερεῑς βυκάνας ἔχοντες ἐπεσάλπιζον τοῑς ὑμνῳδοῡσιν», Ιώσ.) 2. σαλπίζω … Dictionary of Greek
ἐπισαλπίζειν — ἐπισαλπίζω accompany on the trumpet pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισαλπίζοντας — ἐπισαλπίζω accompany on the trumpet pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)