-
1 επιρρυσμιος
3наплывающий, притекающий, привходящийἐπιρρυσμίη ἥ δόξις Democr. ap. Sext. — привходящее извне, т.е. заимствованное, традиционное мнение
См. также в других словарях:
επιρρύσμιος — ἐπιρρύσμιος, η, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται, που ρέει κάπου 2. συμπτωματικός, τυχαίος («ἐτεῇ οὐδὲν ἴσμεν περὶ οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυσμός, ιων. τ. αντί ρυθμός, που συνδέεται πιθ. με το ρέω] … Dictionary of Greek