-
1 επιρριπτω
1) (на кого-л., что-л. или в кого-л.) бросать, кидать, метать(δοῦρά τινι Hom.; τὸν θυρεόν Plut.)
ἐ. ἑαυτόν Arst. — бросаться, устремляться2) набрасывать, накидывать(στεφάνους Polyb.; τέν φοινικίδα τινί Plut.; τὰ ἱμάτια ἐπὴ τὸν πῶλον NT.)
3) навязыватьἐ. πλάνας τινί Aesch., — обречь кого-л. на скитания
4) вскользь высказывать взгляды, мненияἀδιορίστως ἐπέρριψε περὴ τῶν λοιπῶν Arst. — об остальном (Алкмеон Кротонский) высказался неопределенно
5) возлагать -
2 επιρρίπτω
ἐπιρρί̱πτω, ἐπιρριπτέωthrow oneself: pres subj act 1st sgἐπιρρί̱πτω, ἐπιρριπτέωthrow oneself: pres ind act 1st sg -
3 ἐπιρρίπτω
ἐπιρρί̱πτω, ἐπιρριπτέωthrow oneself: pres subj act 1st sgἐπιρρί̱πτω, ἐπιρριπτέωthrow oneself: pres ind act 1st sg -
4 ἐπιῤῥίπτω
{с.гл., 2}набрасывать, накидывать, возлагать; употр. о возложении одежды на животное для езды верхом (Лк. 19:35; 1Пет. 5:7).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιῤῥίπτω
-
5 επιρρίπτω
{с.гл., 2}набрасывать, накидывать, возлагать; употр. о возложении одежды на животное для езды верхом (Лк. 19:35; 1Пет. 5:7).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιρρίπτω
-
6 επιρρίπτω
(αόρ. επέρριψα) дет.1) бросать, кидать, метать; 2) бросать (упрёк); 3) взваливать, сваливать (ответственность, вину и т. п.); приписывать (кому-чему-л.) -
7 ἐπιρρίπτω
-
8 επιρρίπτω
[эпиррипто] ρ бросать упрёк, вменять в вину. -
9 ἐπιρρίπτω
Aἐπῐρίπτω AP5.128
(Autom.)), cast at, ; διώκων ἐ. ἑαυτόν throws himself upon his prey, Arist.HA 629b20; Βρούτῳ τὴν αὑτοῦ φοινικίδα ἐ. Plu.Ant.22; χεῖρα ἐ., Lat. manum injecit, AP9.84 (Antiphan.): metaph.,ἐ. πλάνας τινί A.Pr. 738
; ψευδεῖς αἰτίας ἐ. D.S. 14.12; τὴν μέριμναν ἐπὶ [θεόν] 1 Ep.Pet.5.7; inflict, πολλὰσκληρὰ.. ἐπιρριφήσεται, c. dat., Nech.in Cat.Cod.Astr.7.146.2. apply a plaster or fomentation, Sor.1.50 ([voice] Pass.), 69;σκεπάσματα Dsc.5.88
.3. [voice] Pass., - όμενα σκιρρώματα spreading over the surface, Id.1.42.4. requisition,ἔργα PTeb.5.249
(ii B.C.); ἱερεῖα τρέφειν ib. 183.5. metaph. in [voice] Pass., to be imminent,οὐ βραχὺς ἐπέρριπτο κίνδυνος Ph.2.594
.II. throw out opinions, ἀδιορίστως ἐ. περὶ τῶν λοιπῶν, v.l. for -, Arist.Metaph. 986a34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρίπτω
-
10 ἐπιρρίπτω
ἐπι - ρρίπτω ( ϝρίπτω), aor. ἐπέρρῖψαν: fling upon or at, Od. 5.310†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιρρίπτω
-
11 ἐπιῤῥίπτω
ἐπιῤ-ῥίπτω, u. ἐπιῤ-ῥιπτέω, zuwerfen, gegen einen werfen, δοῦρά μοι ἐπέῤῥιψαν, sie warfen Speere gegen mich; τῇδε ϑεὸς τάςδ' ἐπέῤῥιψε πλάνας, verhängte über sie; ὁ λέων ἐπιῤῥίπτει ἑαυτὸν ὅταν ᾖ πλησίον, stürzt sich darauf; χεῖρα δ' ἐπέῤῥιψεν, legte Hand an; οὕτως ἀδιορίστως ἐπέῤῥιψε περὶ τῶν λοιπῶν, nachlässig so hinwerfen (vom Schreiben) -
12 επιρρίπτω
ascribeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιρρίπτω
-
13 επιρρίπτω κατηγορίες
imputar c'arrecs -
14 взвести
взведу, взведёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. ανεβάζω, ανάγω•он взвел меня на гору αυτός με ανέβασε στο βουνό.
|| ανυψώνω, (ανα)σηκώνω•взвести курок σηκώνω τον επικρουστήρα•
взвести очи вверх ανασηκώνω τα μάτια.
2. ανεγείρω, υψώνω.3. αποδίδω, επιρρίπτω•взвести обвинение επιρρίπτω κατηγορία.
ανυψώνομαι, (ανα)σηκώνομαι•курок легко взвелся ο επικρουστήρας εύκολα σηκώθηκε.
-
15 надсыпать
-плю, -плешьρ.σ.μ.1. υψώνω, σηκώνω επιρρίπτοντας•надсыпать плотину σηκώνω το φράγμα με επιρρίψεις.
2. επιρρίπτω•надсыпать два кубамтра земли επιρρίπτω δυό κυβικά μέτρα χώμα.
ρ.δ.βλ. надсыпать.επιρρίπτομαι. -
16 подвалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подваленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.1. ρίχνω επιρρίπτω, επισωρεύω•подвалить землю к кустам ρίχνω χώμα στα δενδρύλλια,
2. μτφ. ρίχνω συμπληρωματικά, επιπροσθέτω.3. μτφ. εμφανίζομαι απότομα (για αισθήματα κλπ.)•έρχομαι, φτάνω.-валю, -валишьρ.σ.(απλ.) έρχομαι, καταφτάνω (κατά μεγάλο αριθμό), εισρέω. || (απρόσ.) επιρρίπτω, ρίχνω, πέφτω ακόμα. || (για σκάφος) πλησιάζω, προσορμίζω. -
17 προσεπιρριπτω
-
18 взваливать
взваливатьнесов, взвалить сов φορτώνω, ρίχνω πάνω, ἐπιρρίπτω:\взваливать всю работу на кого́-л. φορτώνω ὅλη τή δουλειά σέ κάποιον \взваливать всю вину на кого-л. ρίχνω (или φορτώνω) ὀλο τό φταίξιμο σέ κάποιον. -
19 перекладывать
перекладыватьнесов1. (перемещать) μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω·2. перен (ответственность, вину) ἀποδίδω, ἐπιρρίπτω, τά φορτώνω·3. (переделывать) ἐπισκευάζω, διορθώνω, ξαναχτίζω:\перекладывать печь ἐπιδιορθώνω Τήν σόμπα·4. (чем-л.) ἀμ-παλλαρω, συοκευάζω:\перекладывать посу́ду соло́мой ἀμπαλλαρω τα γυαλικά μέ ἀχυρα·5. муз. μβτατονίζω, διασκευάζω. -
20 приписывать
припи́с||ыватьнчсов1. (к письму и т. п.) προσθέτω (ὐστερόγραφο[ν])·2. (причислять) καταχωρώ, (ἐγ)γράφω·3. (кому-л., чему-л.) ἀποδίδω, φορτώνω, ἐπιρρίπτω:\приписыватьывать неудачу чьи́м-л. проискам ἀποδίδω τήν ἀποτυχία στίς μηχανορραφίες κάποιου*
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επιρριπτώ — ἐπιρριπτῶ, έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) [ριπτώ] 1. ρίχνω εναντίον κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν ἄνωθεν», Ξεν.) 2. ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῡντες καὶ λημνίσκους», Πολ.) 3. (αμτβ.) (για σκυλιά)… … Dictionary of Greek
επιρρίπτω — επιρρίπτω, επέρριψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
ἐπιρρίπτω — ἐπιρρί̱πτω , ἐπιρριπτέω throw oneself pres subj act 1st sg ἐπιρρί̱πτω , ἐπιρριπτέω throw oneself pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρριψη — η (Α ἐπίρριψις) [επιρρίπτω] η πράξη τού επιρρίπτω, το να επιρρίπτει κανείς κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek
αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω … Dictionary of Greek
απερείδω — ἀπερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω, προσηλώνω 2. προσηλώνομαι 3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι 4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας) β) κατευθύνω (οργήν είς τινα) γ) επιρρίπτω την… … Dictionary of Greek
βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… … Dictionary of Greek
διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα … Dictionary of Greek
εμφορούμαι — ( έομαι) (AM ἐμφοροῡμαι και ἐμφορῶ) μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι) αρχ. μσν. είμαι γεμάτος από κάτι,… … Dictionary of Greek
επίρριμμα — ἐπίρριμμα, τὸ (Α) [επιρρίπτω] 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να τό καλύψει 2. κατάπλασμα 3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην. διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα*) … Dictionary of Greek