-
1 επιρρυσμιος
3наплывающий, притекающий, привходящийἐπιρρυσμίη ἥ δόξις Democr. ap. Sext. — привходящее извне, т.е. заимствованное, традиционное мнение
-
2 ἐπιρρύσμιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρύσμιος
-
3 ἐπιῤῥύσμιος
ἐπιῤ-ῥύσμιος, hinzufließend; ἐπιῤῥυσμίη δόξις, eine im Volke herrschende Meinung, die mit der Luft gleichsam epidemisch auf jeden einfließt
См. также в других словарях:
επιρρύσμιος — ἐπιρρύσμιος, η, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται, που ρέει κάπου 2. συμπτωματικός, τυχαίος («ἐτεῇ οὐδὲν ἴσμεν περὶ οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυσμός, ιων. τ. αντί ρυθμός, που συνδέεται πιθ. με το ρέω] … Dictionary of Greek