-
1 επιρρυθμιζω
1) перестраивать к лучшему, исправлять, улучшать (sc. ποίημα Plat.)2) одевать, наряжатьἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτόν Luc. — одеваться просто
См. также в других словарях:
επιρρυθμίζω — ἐπιρρυθμίζω (Α) [ρυθμίζω] 1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ 2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ἐπιρρυθμίζει — ἐπιρρυθμίζω remould pres ind mp 2nd sg ἐπιρρυθμίζω remould pres ind act 3rd sg ἐπιρρυθμίζω remould pres ind mp 2nd sg ἐπιρρυθμίζω remould pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρυθμίζειν — ἐπιρρυθμίζω remould pres inf act (attic epic) ἐπιρρυθμίζω remould pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερρύθμιζεν — ἐπιρρυθμίζω remould imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρρυσμίζω — ἐπιρρυσμίζω (Α) ιων. τ. αντί ἐπιρρυθμίζω* … Dictionary of Greek