-
1 ἐπιρροφάνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρροφάνω
-
2 ἐπιρροφέω
A swallow besides, ld.Acut.24; take draughts (of an actor), Arist.Pr. 948a2; ἐπιρροφεῖντοῦ ὕδατος Plu.Phoc.9
;τῆς κύλικος Ael.NA 14.5
; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγη, τί ἐπιρροφήσομεν; (cf. ἐπιπίνω) Archig. ap. Gal.8.577.II. swallow greedily, gulp down, Clearch.Com.1;ἐ. ἀγαθοῦ δαίμονος Theopomp.Com.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρροφέω
-
3 ἐπιρρύζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρύζω
-
4 ἐπιρρώννυμι
A add strength to, strengthen or encourage in a thing,αὗται [αἱ νέες].. σφέας ἐπέρρωσαν Hdt.8.14
;τοὺς μὲν ἐξέπληξε, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Th.4.36
, cf. 8.89;εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτούς X.HG7.5.6
;ἐ. τινὰ πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Lys. 4
; ἐπίρρωσον σαυτήν collect your strength, Luc.Tim.41; ἐ. τὴν γνώμην, τὰ πάθη, Plu.2.62a,681f.II. [voice] Pass. (in which the [tense] pf. ἐπέρρωμαι, [tense] plpf. ἐπερρώμην serve as [tense] pres. and [tense] impf.), [tense] fut.ἐπιρρωσθήσομαι Luc.Somn. 18
: [tense] aor. 1 ἐπερρώσθην (v. infr.):—recover strength, pluck up courage, Th.6.93, 7.2;οἱ Κορίνθιοι.. πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωντο Id.7.17
; ἐς τἆλλα πολὺ ἐπέρρωντο ib.7;ἐπερρώσθη ἄν τις ἰδών X.HG3.4.18
;ἐπερρώσθησαν ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὸν πόλεμον Plb.1.24.1
;τὰς ψυχάς Hdn.3.3.8
; κείνοις.. ἐπερρώσθη λέγειν (impers.) they took courage to speak, S.OC 661.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρώννυμι
-
5 ἐπίρυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίρυτος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский