-
1 αθροισις
атт. ἅθροισις - εως ἥ1) собирание, набор(στρατοῦ Eur.)
2) накопление(χρημάτων Thuc.)
αἱ τῶν νεφῶν ἀθροίσεις Arst. — скопления облаков3) собрание, стечение(τῶν πολιτῶν Plut.)
4) грам. собирательностьἐπιρρήματα ἀθροίσεως — собирательные наречия (напр. ἅμα и т.п.)
-
2 εικαστικος
-
3 ερωτησις
- εως ἥ1) постановка вопроса, вопросἐξ ἐρωτήσεως Arst. — в порядке вопроса;
ψεύδους οὐδεμία ἔ. δεῖται Xen. — ни на один вопрос нельзя отвечать неправдой;ἐρωτήσεως ἔτι ἥ ἀπόκρισις δεῖται Plat. — (этот) ответ нуждается в (предварительной) постановке вопроса;ἐρωτήσεος ἐπιρρήματα грам. — вопросительные наречия2) лог. метод вопросов (для приведения собеседника к умозаключению)(ἥ διαλεκτικέ πρότασις ἐ. ἀντιφάσεώς ἐστιν Arst.)
См. также в других словарях:
ἐπιρρήματα — ἐπίρρημα that which is neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… … Dictionary of Greek
συσχετικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με κάποιον ή με κάτι 2. αυτός που συσχετίζει κάτι με κάτι άλλο 3. φρ. α) «συσχετικές αντωνυμίες» ορισμένες ερωτηματικές, αόριστες, δεικτικές και αναφορικές αντωνυμίες που έχουν αντίστοιχες μεταξύ τους έννοιες, π.χ … Dictionary of Greek
αναφορικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που σχετίζεται με κάτι: Αναφορικά με το ζήτημα εκείνο έχω να σου πω καλά νέα. 2. «αναφορικές λέξεις» λέγονται αυτές (αντωνυμίες ή επιρρήματα) που δείχνουν σχέση με όνομα ή επίρρημα για το οποίο γίνεται λόγος σε άλλη πρόταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… … Deutsch Wikipedia
Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek