-
1 επιπολαιος
21) находящийся на поверхности, поверхностный(δέρμα Arst.; τραῦμα Luc.)
ἐ. πάγος Plut. — ледяная корка2) выступающий вперед, выдающийся наружу, выпуклый(ὀφθαλμοί Xen.)
3) перен. поверхностный, легкий(τῆς ἀπορίας ζήτησις Arst.; ὕπνος, ἔρως Luc.)
4) обыкновенный, простой, заурядный(ἡδοναὴ καὴ διατριβαί Dem.)
5) явный, очевидный(ψεῦδος Arst.)
ἐπιπόλαια λέγομεν τὰ παντὴ δῆλα Arst. — очевидным мы называем то, что ясно для всех -
2 επιπόλαιος
η, ο [ος и αία, ον]1) поверхностный, неглубокий;επιπόλαιο τραύμα — неглубокая рана;
2) перен. поверхностный, легкомысленный;επιπόλαιος άνθρωπος — поверхностный человек;
επιπόλαιη γυναίκα — легкомысленная женщина
-
3 επιπόλαιος
[эпиполэос] επ поверхностный.
См. также в других словарях:
ἐπιπόλαιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… … Dictionary of Greek
επιπόλαιος — η, ο επίρρ. α 1. που βρίσκεται στην επιφάνεια, που δεν προχωρεί βαθιά: Επιπόλαιη αμυχή. 2. μτφ., που δεν εμβαθύνει, αλαφρόμυαλος, άστατος, αστόχαστος: Επιπόλαιη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπολαιότερον — ἐπιπόλαιος adverbial comp ἐπιπόλαιος masc acc comp sg ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιοτέρων — ἐπιπόλαιος fem gen comp pl ἐπιπόλαιος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιότατα — ἐπιπόλαιος adverbial superl ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιότατον — ἐπιπόλαιος masc acc superl sg ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαίως — ἐπιπόλαιος adverbial ἐπιπόλαιος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπόλαιον — ἐπιπόλαιος masc/fem acc sg ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιοτάτη — ἐπιπόλαιος fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιοτέροις — ἐπιπόλαιος masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)