-
1 επιπόλαιος
-
2 ἐπιπόλαιος
-
3 επιπόλαιος
1) frivolous2) shallow3) superficialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιπόλαιος
-
4 επιπολαιοτέρα
ἐπιπολαιοτέρᾱ, ἐπιπόλαιοςfem nom /voc /acc comp dualἐπιπολαιοτέρᾱ, ἐπιπόλαιοςfem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἐπιπολαιοτέρᾱͅ, ἐπιπόλαιοςfem dat comp sg (attic doric aeolic) -
5 επιπολαιότερον
ἐπιπόλαιοςadverbial compἐπιπόλαιοςmasc acc comp sgἐπιπόλαιοςneut nom /voc /acc comp sg -
6 ἐπιπολαιότερον
ἐπιπόλαιοςadverbial compἐπιπόλαιοςmasc acc comp sgἐπιπόλαιοςneut nom /voc /acc comp sg -
7 επιπολαιοτέρας
ἐπιπολαιοτέρᾱς, ἐπιπόλαιοςfem acc comp plἐπιπολαιοτέρᾱς, ἐπιπόλαιοςfem gen comp sg (attic doric aeolic) -
8 ἐπιπολαιοτέρας
ἐπιπολαιοτέρᾱς, ἐπιπόλαιοςfem acc comp plἐπιπολαιοτέρᾱς, ἐπιπόλαιοςfem gen comp sg (attic doric aeolic) -
9 επιπολαιοτέρων
-
10 ἐπιπολαιοτέρων
-
11 επιπολαιότατα
-
12 ἐπιπολαιότατα
-
13 επιπολαιότατον
-
14 ἐπιπολαιότατον
-
15 επιπολαίως
-
16 ἐπιπολαίως
-
17 επιπόλαιον
-
18 ἐπιπόλαιον
-
19 επιπολαιοτάτη
-
20 ἐπιπολαιοτάτη
См. также в других словарях:
ἐπιπόλαιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… … Dictionary of Greek
επιπόλαιος — η, ο επίρρ. α 1. που βρίσκεται στην επιφάνεια, που δεν προχωρεί βαθιά: Επιπόλαιη αμυχή. 2. μτφ., που δεν εμβαθύνει, αλαφρόμυαλος, άστατος, αστόχαστος: Επιπόλαιη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπολαιότερον — ἐπιπόλαιος adverbial comp ἐπιπόλαιος masc acc comp sg ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιοτέρων — ἐπιπόλαιος fem gen comp pl ἐπιπόλαιος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιότατα — ἐπιπόλαιος adverbial superl ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιότατον — ἐπιπόλαιος masc acc superl sg ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαίως — ἐπιπόλαιος adverbial ἐπιπόλαιος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπόλαιον — ἐπιπόλαιος masc/fem acc sg ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιοτάτη — ἐπιπόλαιος fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιοτέροις — ἐπιπόλαιος masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)