Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπιπόλαιος

См. также в других словарях:

  • ἐπιπόλαιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… …   Dictionary of Greek

  • επιπόλαιος — η, ο επίρρ. α 1. που βρίσκεται στην επιφάνεια, που δεν προχωρεί βαθιά: Επιπόλαιη αμυχή. 2. μτφ., που δεν εμβαθύνει, αλαφρόμυαλος, άστατος, αστόχαστος: Επιπόλαιη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπολαιότερον — ἐπιπόλαιος adverbial comp ἐπιπόλαιος masc acc comp sg ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαιοτέρων — ἐπιπόλαιος fem gen comp pl ἐπιπόλαιος masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαιότατα — ἐπιπόλαιος adverbial superl ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαιότατον — ἐπιπόλαιος masc acc superl sg ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαίως — ἐπιπόλαιος adverbial ἐπιπόλαιος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπόλαιον — ἐπιπόλαιος masc/fem acc sg ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαιοτάτη — ἐπιπόλαιος fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαιοτέροις — ἐπιπόλαιος masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»