-
1 ἐπιπυνθάνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπυνθάνομαι
См. также в других словарях:
επιπυνθάνομαι — ἐπιπυνθάνομαι (Α) [πυνθάνομαι] 1. ζητώ πληροφορίες, ερευνώ για να μάθω εκ τών υστέρων 2. ερευνώ ξανά … Dictionary of Greek