-
1 επιπτήσεως
-
2 ἐπιπτήσεως
См. также в других словарях:
ἐπιπτήσεως — ἐπιπτήσεω̆ς , ἐπίπτησις flying down upon fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιπτήσεως
2 ἐπιπτήσεως
ἐπιπτήσεως — ἐπιπτήσεω̆ς , ἐπίπτησις flying down upon fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)