-
1 επιπτάρνυμαι
-
2 ἐπιπτάρνυμαι
-
3 ἐπιπτάρνυμαι
A = ἐπιπταίρω, Hsch. (glossed by μετακαλῶ, κατέχω· ἐπισχετικὸν γὰρ ὁ πταρμὸς πολλάκις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπτάρνυμαι
-
4 ἐπισχετικός
A checking, stopping,τῆς κοιλίας Erasistr.
ap. Ath.15.666a ;γαστρός Gal. 6.523
; ἐπισχετικὸν ὁ πταρμός Hsch.s.v. ἐπιπτάρνυμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισχετικός
См. также в других словарях:
επιπτάρνυμαι — ἐπιπτάρνυμαι (Α) [πτάρνυμαι] 1. φταρνίζομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «μετακαλῶ, κατέχω ἐπισχετικὸν γὰρ ὁ πταρμὸς πολλάκις» … Dictionary of Greek
ἐπιπτάρνυμαι — ἐπί πτάρνυμαι sneeze pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)