Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιπροχέω

См. также в других словарях:

  • επιπροχέω — ἐπιπροχέω (Α) [προχέω] 1. ξεχύνω, εκφέρω 2. παθ. εφορμώ, ξεχύνομαι …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπροχεομένου — ἐπιπροχέω pour forth pres part mp masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιπροχέω pour forth pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπροχυθεῖσα — ἐπιπροχέω pour forth aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπροχέουσ' — ἐπιπροχέουσα , ἐπιπροχέω pour forth pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) ἐπιπροχέουσα , ἐπιπροχέω pour forth pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπιπροχέουσι , ἐπιπροχέω pour forth pres part act masc/neut dat pl (epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»