-
1 επιπορευθήναι
-
2 ἐπιπορευθῆναι
См. также в других словарях:
ἐπιπορευθῆναι — ἐπιπορεύομαι travel aor inf mp ἐπιπορεύομαι travel aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιπορευθήναι
2 ἐπιπορευθῆναι
ἐπιπορευθῆναι — ἐπιπορεύομαι travel aor inf mp ἐπιπορεύομαι travel aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)