-
1 επιπομποί
-
2 ἐπιπομποί
См. также в других словарях:
ἐπιπομποί — ἐπιπομπός one who sends visitations masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιπομποί
2 ἐπιπομποί
ἐπιπομποί — ἐπιπομπός one who sends visitations masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)