-
1 ἐπι-ποιέω
ἐπι-ποιέω, noch dazu machen, hinzufügen, νεότητα τῷ εἴδει Philostr., a. Sp., auch im med.; – ἐπιποίητος, angenommen, verstellt, Synes.
-
2 ἐπιποιέω
ἐπι-ποιέω, noch dazu machen, hinzufügen; ἐπιποίητος, angenommen, verstellt
См. также в других словарях:
επιποίητος — ἐπιποίητος, ον (Α) [επιποιώ] πρόσθετος, επίπλαστος, προσποιητός («καὶ εἶδε θροῡν ἐκείνων, εἴτε τὸν ὄντα, εἴτε τὸν ἐπιποίητον», Συνέσ.). επίρρ... ἐπιποιήτως πρόσθετα, τεχνητά, ψεύτικα … Dictionary of Greek