-
1 επιπλόου
ἐπίπλοονfold of the peritoneum: neut gen sgἐπίπλοος 1sailing against: masc gen sgἐπίπλοος 2sailing against: masc gen sg (epic doric ionic) -
2 ἐπιπλόου
ἐπίπλοονfold of the peritoneum: neut gen sgἐπίπλοος 1sailing against: masc gen sgἐπίπλοος 2sailing against: masc gen sg (epic doric ionic) -
3 κηπιπλόου
ἐπιπλόου, ἐπίπλοονfold of the peritoneum: neut gen sgἐπιπλόου, ἐπίπλοος 1sailing against: masc gen sgἐπιπλόου, ἐπίπλοος 2sailing against: masc gen sg (epic doric ionic) -
4 κἠπιπλόου
ἐπιπλόου, ἐπίπλοονfold of the peritoneum: neut gen sgἐπιπλόου, ἐπίπλοος 1sailing against: masc gen sgἐπιπλόου, ἐπίπλοος 2sailing against: masc gen sg (epic doric ionic)
См. также в других словарях:
ἐπιπλόου — ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut gen sg ἐπίπλοος 1 sailing against masc gen sg ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἠπιπλόου — ἐπιπλόου , ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut gen sg ἐπιπλόου , ἐπίπλοος 1 sailing against masc gen sg ἐπιπλόου , ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρεπιπλοϊκός — ή, ό φρ. «γαστρεπιπλοϊκές αρτηρίες» δύο αρτηρίες τού στομάχου και τού μείζονος επιπλόου … Dictionary of Greek
ηπατογαστρικός — ή, ό φρ. «ηπατογαστρικός σύνδεσμος» το τμήμα τού ελάσσονος επιπλόου που εκτείνεται μεταξύ τών πυλών τού ήπατος και τού ελάσσονος τόξου τού στομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + γαστρικός < γαστήρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν … Dictionary of Greek
ηπατοδωδεκαδακτυλικός — ή, ό φρ. «ηπατοδωδεκαδακτυλικός σύνδεσμος» το τμήμα τού ελάσσονος επιπλόου που εκτείνεται μεταξύ τών ηπατικών πυλών και τού άνω τμήματος τού δωδεκαδακτύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + δωδεκαδακτυλικός] … Dictionary of Greek
στεατονέκρωση — η, Ν ιατρ. νέκρωση τού λιπώδους ιστού τού περιτοναίου και τού μείζονος επιπλόου υπό μορφή λευκοκίτρινων κηλίδων, η οποία αποτελεί παθογνωμονική αλλοίωση επί οξείας αιμορραγικής παγκρεατίτιδας … Dictionary of Greek
υδροεπιπλοκήλη — η, Ν ιατρ. κήλη τού επιπλόου με υδροκήλη … Dictionary of Greek
χορδόκοιλον — τὸ, Μ συν. στον πληθ. τὰ χορδόκοιλα τα λεπτά έντερα τών ζώων μαζί με το μεσεντέριο και μέρος,τού επιπλόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + κοιλον, ουδ. τού κοίλος (< κοιλία), πρβλ. ὑδρό κοιλος] … Dictionary of Greek