Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιπλήξῃ

  • 1 επιπλήξη

    ἐπιπλήξηι, ἐπίπληξις
    blame: fem dat sg (epic)
    ἐπιπλήσσω
    strike: aor subj mid 2nd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: aor subj act 3rd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: fut ind mid 2nd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: aor subj mid 2nd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: aor subj act 3rd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > επιπλήξη

  • 2 ἐπιπλήξῃ

    ἐπιπλήξηι, ἐπίπληξις
    blame: fem dat sg (epic)
    ἐπιπλήσσω
    strike: aor subj mid 2nd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: aor subj act 3rd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: fut ind mid 2nd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: aor subj mid 2nd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: aor subj act 3rd sg
    ἐπιπλήσσω
    strike: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐπιπλήξῃ

  • 3 επίπληξη

    [-ις (-εως)] η
    1) порицание, укор, упрёк; внушение; выговор; нагоняй (разг); 2) распекание, отчитывание

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επίπληξη

  • 4 επίπληξη

    [эпипликси] ουσ θ выговор, порицание.

    Эллино-русский словарь > επίπληξη

  • 5 επίπληξη

    1) admonestation
    2) réprimande

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > επίπληξη

  • 6 επίπληξη

    1) bura (f) rzecz.
    2) nagana (f) rzecz.
    3) wymówka (f) rzecz.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > επίπληξη

  • 7 επίπληξη

    1) důtka
    2) pokárání
    3) výčitka
    4) vyhubování
    5) vynadání
    6) výtka

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > επίπληξη

  • 8 επίπληξη

    1) rebuke
    2) reproach
    3) scolding

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επίπληξη

  • 9 βαρύς

    (ε)ιά, ύ [εία, ύ ]
    1) тяжёлый (по весу);

    βαρύ φορτίο — тяжёлый груз;

    2) перен. тяжёлый, тяжело переносимый; гнетущий, тягостный;

    βαρ(ε)ιά λύπη — тяжёлое горе;

    βαρ(ε)ιά στενοχώρια — гнетущая тоска;

    βαρ(ε)ιά εντύπωση — тягостное впечатление;

    βαρ(ε)ιά φροντίδα — тяжёлое бремя;

    3) тяжёлый, трудный, обременительный (о деле);

    βαρ(ε)ιά αποστολή — обременительное поручение;

    βαρ(ε)ιά δουλιά — тяжёлая работа;

    βαρύς κόπος — тяжёлый труд;

    βαρεις όροι συμφωνίας — тяжёлые условия договора;

    4) тяжёлый, тяжеловесный; неуклюжий; громоздкий; грузный;

    βαρύ οικοδόμημα — громоздкое сооружение;

    βαρύς άνθρωπος — грузный человек;

    βαρύ ύφος — тяжёлый стиль;

    5) тяжёлый, серьёзный;

    βαρύ τραδμα — тяжёлая рана;

    βαρύ πταίσμα (λάθος) — тяжёлая вина (ошибка);

    βαρύ έγκλημα — тяжкое преступление;

    6) суровый, строгий;

    βαρ(ε)ιά ποινή — суровое, тяжёлое наказание;

    βαρ(ε)ιά επίπληξη — строгий выговор;

    7) тяжёлый, неприятный;

    βαρ(ε)ιά ημέρα — тяжёлый день;

    βαρύ αίσθημα — тяжёлое чувство;

    βαρύς χαρακτήρας — тяжёлый характер;

    βαρ(ε)ιά αποφορά — тяжёлый запах;

    βαριά αρώματα — резкий запах духов;

    βαρ(ε)ιά ατμόσφαιρα — а) тяжёлый воздух; — б) перен. тяжёлая атмосфера;

    8) тяжёлый (о пище); крепкий (о напитках и т. п.);

    βαρύ φα(γ)ί — тяжёлая пища;

    βαρύς καφές — крепкий кофе;

    βαρύ κρασί — крепкое вино;

    βαρύ τσιγάρο — крепкая сигарета;

    9) густой (о жидкости и т. п.);

    βαρύ λάδι — густое масло;

    βαρύ πετρέλαιο — густая нефть;

    10) низкий, густой, полнозвучный (о звуке и т. п.);

    βαρ(ε)ιά φωνή — низкий голос;

    11) тяжёлый, важный, серьёзный, значительный;

    βαρ(ε)ιά ευθύνη — тяжёлая ответственность;

    12) тяжеловесный, тяжёлый;
    13) ценный, дорогой, драгоценный;

    βαρύ δώρο — ценный подарок;

    βαρ(ε)ιά προικιά — большое приданое;

    14) прям., перен. мрачный, угрюмый;

    είναι βαρύς απόψε — он сегодня мрачный, молчаливый;

    βαρύς ουρανός — мрачное, облачное небо;

    § βαριά όπλα — тяжёлое оружие;

    βαρύ πυροβολικό — тяжёлая артиллерия;

    βαρύ άρμα μάχης — тяжёлый танк;

    βαρ(ε)ιά βιομηχανία — тяжёлая промышленность;

    βαρ(ε)ιά καύσιμη ΰλη — тяжёлое топливо;

    βαρύ κεφάλι — тяжёлая голова;

    βαρύ βήμα — тяжёлый шаг;

    βαρύ χέρι — тяжёлая рука;

    βαρύς χειμώνας — суровая зима;

    τύπος βαρύς — тяжёлый человек;

    βαρ(ε)ιά κουβέντα — обидное слово;

    μη μας κάνεις το βαρύ — не изображай сердитого;

    τούρθε βαρύ — это его задело;

    это его обидело;

    του φάνηκε βαρυ — он очень огорчён; — доб πέφτει βαρύ — это мне не под силу;

    βαρ(ε)ιά η ώρα πού σε γνώρισα — пусть будет проклят час, когда я узнал тебя;

    βαρύς τα ώτα ( — или στ' αυτιά) — тугой на ухо, глуховатый;

    βαρ(ε)ιά η καλογερική — погов, тяжёл монашеский посох (ср. тяжела ты, шапка Мономаха)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαρύς

  • 10 δριμύς

    εία, ύ
    1) в разн. знач сильный; резкий;

    δριμύ ύφος — резкий тон;

    δριμύς πόνος — резкая, острая боль;

    2) суровый (о климате);

    δριμύ ψύχος — сильный мороз;

    δριμύς χειμώνας — суровая зима;

    3) перен. резкий; колкий, язвительный;

    δριμεία φράση — язвительная фраза, колкость;

    δριμεία επίπληξη — строгий выговор

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δριμύς

  • 11 ελαφρός

    η, ό [ά, όν ]
    1) лёгкий, нетяжёлый;

    ελαφρό επανωφόρι — лёгкая одежда;

    ελαφρή κουβέρτα — лёгкое одеяло;

    ελαφρό πρόγευμα — лёгкий завтрак;

    ελαφρή τροφή — лёгкая пища (удобоваримая);

    ελαφρός σαν πούπουλο — лёгкий как пух;

    βαδίζω με ελαφρό βήμα — ходить лёгкой походкой;

    2) лёгкий, нетрудный;

    ελαφρή εργασία — лёгкая работа;

    ελαφρός πόνος — лёгкая боль;

    ελαφρό ανάγνωσμα — лёгкое чтение;

    3) лёгкий, незначительный, небольшой; слабый;

    ελαφρά ποινή — лёгкое наказание;

    ελαφρή επίπληξη — лёгкий упрёк;

    ελαφρός υπαινιγμός — лёгкий намёк;

    ελαφρά ειρωνεία — лёгкая ирония;

    ελαφρά τρικυμία — лёгкий шторм;

    ελαφρό κύμα — небольшая волна;

    ελαφρός πυρετός — небольшая температура; — небольшой жар;

    ελαφρός χειμώνας — мягкая зима;

    4) лёгкий, несерьёзный; легкомысленный, поверхностный, пустой (тж. о человеке);

    ελαφρ(ι)ά μουσική — лёгкая музыка;

    ελαφρό θέατρο — театр лёгкого жанра; — эстрадный театр;

    ελαφρή φιλολογία — легковесная, малосодержательная литерату-

    ра;
    5) глупый, неразумный;

    είναι λίγο ελαφρός — он немного придурковат;

    6) лёгкий, слабый, некрепкий;

    ελαφρός καφές — некрепкий кофе;

    ελαφρός καπνός — лёгкий табак;

    ελαφρό κρασί — лёгкое вино;

    ελαφρά αρώματα — слабые духи;

    ελαφρό νερό — послабляющая вода, води, способствующая пищеварению;

    7) лёгкий, чуткий (о сне);
    8) лёгкий, быстрый, проворный; 9) воен, малый;

    ελαφρ στόλος — москитный флот;

    ελαφρά πλοία — малые корабли;

    § ελαφρά βιομηχανία — лёгкая промышленность;

    γυναίκαтоб ελαφρου κόσμου — женщина лёгкого поведения;

    με ελαφρή συνείδηση — бессознательно;

    ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, без раздумья;

    γαίαν εχεις ελαφραν — пусть земля будет тебе пухом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελαφρός

См. также в других словарях:

  • επίπληξη — η (Α ἐπίπληξις) [επιπλήσσω] αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, επιτίμηση, κατσάδα νεοελλ. έγγραφη επιτίμηση που επιβάλλεται ως ελάχιστη ποινή από προϊστάμενη αρχή σε υφισταμένους αρχ. 1. χτύπημα 2. τιμωρία, ποινή …   Dictionary of Greek

  • επίπληξη — η 1. αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, το μάλωμα, η κατσάδα, το κατσάδιασμα. 2. η κατώτερη από τις ποινές που επιβάλλεται από κάποια αρχή προς τους υφισταμένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπλήξῃ — ἐπιπλήξηι , ἐπίπληξις blame fem dat sg (epic) ἐπιπλήσσω strike aor subj mid 2nd sg ἐπιπλήσσω strike aor subj act 3rd sg ἐπιπλήσσω strike fut ind mid 2nd sg ἐπιπλήσσω strike aor subj mid 2nd sg ἐπιπλήσσω strike aor subj act 3rd sg ἐπιπλήσσω strike …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλεγξη — η (AM ἔλεγξις) 1. έλεγχος, επίπληξη 2. αποκάλυψη παραπτώματος αρχ. καταδίκη …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • ένιγμα — ἔνιγμα, το (Α) [ενίσσω] μομφή, επίπληξη, επιτίμηση …   Dictionary of Greek

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • αμεμφία — ἀμεμφία, η (Α) [ἀμεμφής] (διορθώνεται σε ἀμεμφεία) 1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος 2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη …   Dictionary of Greek

  • ανεπίπληκτος — ἀνεπίπληκτος, ον (Α) 1. μη υποκείμενος σε κατάκριση ή επίπληξη 2. ακόλαστος, χυδαίος 3. εκείνος που δεν ασκεί έλεγχο, που δεν ψέγει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»