-
1 επιπλομένης
-
2 ἐπιπλομένης
См. также в других словарях:
ἐπιπλομένης — ἐπιπέλομαι come to pres part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιπλομένης
2 ἐπιπλομένης
ἐπιπλομένης — ἐπιπέλομαι come to pres part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)