-
1 επιπερκαζω
См. также в других словарях:
επιπερκάζω — ἐπιπερκάζω (Α) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω, μελανιάζω, κυρίως για ώριμα σταφύλια και μτφ. για νεανίες που το πρόσωπό τους γίνεται μαυρειδερό από τα γένεια … Dictionary of Greek
ἐπιπερκάζεις — ἐπιπερκάζω turn dark pres ind act 2nd sg ἐπιπερκάζω turn dark pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)