-
1 επιπαρεξειμι
См. также в других словарях:
επιπαρέξειμι — ἐπιπαρέξειμι (Α) [παρέξειμι] προσπερνώ, διέρχομαι περαιτέρω … Dictionary of Greek
1 επιπαρεξειμι
επιπαρέξειμι — ἐπιπαρέξειμι (Α) [παρέξειμι] προσπερνώ, διέρχομαι περαιτέρω … Dictionary of Greek