-
1 επιπαραγιγνομαι
(кому-л.) приходить на смену, быть преемникомὁ ἐπιπαραγινόμενος στρατηγός Polyb. — новый полководец
-
2 ἐπιπαραγίγνομαι
A arrive on the scene, Satyr.Vit.Eur.Fr.39xxi 25, Mitteis Chr.8.3 (iii B.C.), etc.; of generals, succeed in a command, Plb.1.31.4; of troops, come up,ἀτάκτως καὶ σποράδην Id.4.12.7
; of events, come also upon,τινί Junc.
ap. Stob.4.50.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπαραγίγνομαι
-
3 ἐπιπαραγίγνομαι
ἐπι-παρα-γίγνομαι, noch dazu kommen; τινί, über einen kommen
См. также в других словарях:
επιπαραγίγνομαι — ἐπιπαραγίγνομαι (Α) [παραγίγνομαι] 1. έρχομαι στη σκηνή 2. (για στρατηγό) έρχομαι για να διαδεχθώ κάποιον στη στρατηγία («μὴ συμβῇ τὸν ἐπιπαραγιγνόμενον στρατηγόν... τὴν ἐπιγραφὴν τῶν πραγμάτων λαβεῑν», Πολ.) 3. (για στρατό) ανέρχομαι («ἀτάκτως… … Dictionary of Greek