Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπιορκῶ

См. также в других словарях:

  • επιορκώ — (AM ἐπιορκῶ, έω) νεοελλ. μσν. 1. δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψεύτικα («οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονας», Ομ. Ιλ.) 2. αθετώ όσα υποσχέθηκα ενόρκως, πατώ τον όρκο μου αρχ. (μτβτ.) «ἐπιορκῶ τινα ή τι» α) κάνω ψεύτικο όρκο σε κάποιο θεό β) (απλώς)… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιορκῶ — ἐπιορκέω swear falsely pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιορκέω swear falsely pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπϊορκῶ , ἐπιορκέω swear falsely pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπϊορκῶ , ἐπιορκέω swear falsely pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιορκώ — επιόρκησα, αμτβ., πατώ τον όρκο μου, αθετώ ό,τι υποσχέθηκα με όρκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιόρκῳ — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπιορκῶ — ἐπιορκῶ , ἐπιορκέω swear falsely pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιορκῶ , ἐπιορκέω swear falsely pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπϊορκῶ , ἐπιορκέω swear falsely pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπϊορκῶ , ἐπιορκέω swear… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιορκώ — έω, Α [ἐπιορκῶ] εκτός τών άλλων επιορκώ, παραβαίνω τον όρκο μου …   Dictionary of Greek

  • συνεπιορκώ — έω, Α [ἐπιορκῶ] επιορκώ, παραβαίνω κι εγώ τον όρκο μου …   Dictionary of Greek

  • εφιορκώ — ἐφιορκῶ, έω (Α) (επιγρ. και πάπ.) βλ. επιορκώ …   Dictionary of Greek

  • εφορκώ — ἐφορκῶ, έω (Α) επιορκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορκῶ (< ὅρκος), πρβλ. παρ ορκώ, συν ορκώ] …   Dictionary of Greek

  • κατεπιορκώ — κατεπιορκῶ, έω (Α) 1. κάνω ψεύτικο όρκο, επιορκώ 2. επιτυγχάνω κάτι με επιορκία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»