-
1 επιξεναγούς
-
2 ἐπιξεναγούς
См. также в других словарях:
ἐπιξεναγούς — ἐπιξεναγός officer attached to an masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιξεναγούς
2 ἐπιξεναγούς
ἐπιξεναγούς — ἐπιξεναγός officer attached to an masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)