Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιξέω

См. также в других словарях:

  • επιξέω — (Α ἐπιξέω) [ξέω] ξύνω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, γρατζουνίζω αρχ. μτφ. χτενίζω, καλλωπίζω …   Dictionary of Greek

  • ἐπιξέετε — ἐπιξέω scrape pres imperat act 2nd pl (epic ionic) ἐπιξέω scrape pres ind act 2nd pl (epic ionic) ἐπιξέω scrape imperf ind act 2nd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιξέουσι — ἐπιξέω scrape pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) ἐπιξέω scrape pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιξεομένην — ἐπιξέω scrape pres part mp fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιξέειν — ἐπιξέω scrape pres inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιξέοντες — ἐπιξέω scrape pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιξέων — ἐπιξέω scrape pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίξεστος — ἀνεπίξεστος, ον (AM) (για οικοδόμημα) ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»] …   Dictionary of Greek

  • επίξεση — η [επιξέω] ελαφρό ξύσιμο τής επιφάνειας …   Dictionary of Greek

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»