-
1 επινωτιος
2находящийся на спинеἐπινώτιόν τινα ἄγειν Batr. — тащить кого-л. на спине;
βόστρυχοι ἐπινώτιοι Luc. — падающие на спину кудри -
2 επινωτιδιος
См. также в других словарях:
επινώτιος — α, ο (Α ἐπινώτιος, ον) [νώτιος] αυτός που φέρεται στα νώτα, στις πλάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επινώτιο ένδυμα χωρίς μανίκια που φέρεται πάνω στην πλάτη, κν. μπέρτα, σάλι αρχ. ωμοπλάτη … Dictionary of Greek
ἐπινώτιον — ἐπινώτιος on the back masc/fem acc sg ἐπινώτιος on the back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινωτίους — ἐπινώτιος on the back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινώτιοι — ἐπινώτιος on the back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινωτιαίος — α, ο [νωτιαίος] επινώτιος* … Dictionary of Greek