-
1 επιμενεί
ἐπιμένωstay on: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιμένωstay on: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 ἐπιμενεῖ
ἐπιμένωstay on: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιμένωstay on: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 επιμένει
-
4 ἐπιμένει
-
5 ἐπιμένω
ἐπιμένω impf. ἐπέμενον; fut. ἐπιμενῶ; 1 aor. ἐπέμεινα (s. μένω; Hom.+)① to remain at or in the same place for a period of time, stay, remain. Lit. ἐν Ἐφέσῳ 1 Cor 16:8 (cp. PLond III, 897, 12 p. 207 [84 A.D.] ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐπιμένειν; PFay 296). αὐτοῦ there Ac 21:4; cp. 15:34 v.l. W. the time more definitely given (Jos., Bell. 2, 545 ἔνθα δύο ἡμέρας ἐ., Vi. 47) 21:4; ἐ. ἡμέρας τινάς stay there for several days 10:48. ἡμέρας πλείους (Jos., Ant. 16, 15) 21:10. ἡμέρας τρεῖς 28:12. ἡμέρας ἑπτά vs. 14. ἡμέρας δεκαπέντε Gal 1:18. ἐ. χρόνον τινά for some time 1 Cor 16:7. πρός τινα with someone ibid.; Gal 1:18. παρά τινι Ac 28:14. ἐπί τινι (X., An. 7, 2, 1) ibid. v.l. W. dat. (PRyl 153, 3 [II A.D.]; 239, 9) ἄσκυλτον ἐ. τῇ πυρᾷ remain unmoved on the pyre MPol 13:3. ἐν τῇ σαρκί remain in the body Phil 1:24.② to continue in an activity or state, continue, persist (in), persevere w. dat., transf. sense of 1 (X., Oec. 14, 7 τῷ μὴ ἀδικεῖν, Hell. 3, 4, 6; Aelian, VH 10, 15; SIG 1243, 26 ἐ. τῇ αὐθαδίᾳ; POxy 237 VI, 18 τῇ αὐτῇ ἀπονοίᾳ; PTebt 424, 4; Jos., Vi. 143; TestLevi 4:1 τ. ἀδικίαις; cp. Just., A II, 68, 2 τῇ ἀδικίᾳ; JosAs 23:12 τῇ βουλῇ) τῇ ἁμαρτίᾳ in sin Ro 6:1. τῇ πίστει Col 1:23. τῇ ἀπιστίᾳ Ro 11:23. ταῖς ἡδοναῖς Hs 8, 8, 5; 8, 9, 4. ταῖς πράξεσι Hs 9, 20, 4; τῇ ἐπιθυμίᾳ 9, 26, 2. αὐτοῖς (w. ref. to ταῦτα, τούτοις 1 Ti 4:15; cp. Jos., Ant. 8, 190) 1 Ti 4:16. ἐ. τῇ χρηστότητι continue in the sphere of (God’s) goodness Ro 11:22. τῇ πορνείᾳ Hm 4, 1, 5; cp. 6. ἐν τῇ ἀληθείᾳ Hv 3, 6, 2. W. ptc. foll. keep on, persist (stubbornly) in doing someth. (Pla., Meno 93d; Menand., Her. 35 J. and Kö. ἐπιμένει τὸ χρέος ἀπεργαζόμενος; Cornutus 17 p. 31, 11; POxy 237 VI, 18 [186 A.D.] ἐπιμένει ἐνυβρίζων μοι; 128, 7 ἐ. λέγων) ἐ. κρούων Ac 12:16. ἐπέμενον ἐρωτῶντες αὐτόν they persisted in questioning him J 8:7; cp. 2 Cl 10:5. ἐ. ἕως τέλους λειτουργοῦντες Hs 9, 27, 3. But ἐπιμένοντος πάλιν αὐτοῦ καὶ λέγοντος when he insisted again and said MPol 10:1. Without ptc. in the same mng. 8:2. Likew. abs. persist Hs 6, 5, 7. ἐπιμενόντων τῶν ζητούντων αὐτόν when those who were looking for him did not give up (the search) MPol 6:1.—M-M. -
6 ἐπαναμένω
II wait for one, ;ἐ. τινὰ ἐλθεῖν Id.Lys.74
: impers., ὅ τι μ' ἐπαμμένει παθεῖν what there is in store for me to suffer, A.Pr. 605 (lyr.);οὗ σφιν κακῶν ὕψιστ' ἐπαμμένει παθεῖν Id.Pers. 807
; τίς ἄρα με πότ μος.. ἐπαμμένει; (Herm. for ἐπιμένει) S.OC 1718.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναμένω
См. также в других словарях:
ἐπιμενεῖ — ἐπιμένω stay on fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιμένω stay on fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμένει — ἐπιμένω stay on pres ind mp 2nd sg ἐπιμένω stay on pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Archbishop Christodoulos of Athens — Christodoulos redirects here. For the Sicilian admiral, see Christodulus. Christodoulos Archbishop of Athens Enthroned April 28, 1998 Reign ended … Wikipedia
αγνώμιαστος — η, ο [γνωμιάζω] 1. αυτός που δεν προβάλλει τη γνώμη του 2. αυτός που δεν επιμένει στις δικές του γνώμες 3. ο πράος … Dictionary of Greek
ακατάπειστος — η, ο [καταπείθω] αυτός που δεν έχει καταπειστεί, που επιμένει στην άρνησή του … Dictionary of Greek
αρτηριοσκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που πάσχει από αρτηριοσκλήρωση 2. εκείνος που επιμένει σε παλαιές αντιλήψεις, που δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες και αντιλήψεις … Dictionary of Greek
αυτογνωμοσύνη — αὐτογνωμοσύνη, η (Μ) [αυτογνωμονώ] 1. το να ενεργεί κανείς κατά τη δική του γνώμη 2. το να επιμένει κανείς στη γνώμη του, η ισχυρογνωμοσύνη … Dictionary of Greek
γεγονός — Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια. (Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek