-
1 επιμυκτηριζω
-
2 ἐπιμυκτηρίζω
A turn up the nose, mock at, Men.562.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμυκτηρίζω
-
3 ἐπιμυκτηρίζω
ἐπι-μυκτηρίζω, dabei die Nase rümpfen, verhöhnen -
4 ἐπι-μύζω
ἐπι-μύζω (s. μύζω), dazu stöhnen, murren, Ausdruck des Unwillens, αἱ δ' ἐπέμυξαν Il. 4, 20. 8, 457, von einem unartikulirten, mit geschlossenen Lippen hervorgebrachten Laut, VLL. ἐπιμυκτηρίζω. – Das med. ἐπεμύξατο erkl. Hesych. ἐπεστέναξεν.
См. также в других словарях:
επιμυκτηρίζω — ἐπιμυκτηρίζω (Α) φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)] … Dictionary of Greek
επιμυκτηρισμός — ἐπιμυκτηρισμός, ὁ (Α) [ἐπιμυκτηρίζω] χλευασμός, εμπαιγμός … Dictionary of Greek
επιμυχθίζω — ἐπιμυχθίζω (Α) επιμυκτηρίζω … Dictionary of Greek
επιμύσσω — ἐπιμύσσω (Α) επιμυκτηρίζω … Dictionary of Greek